.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Το κείμενο αυτό έχει δυο στόχους: μια προβληματοποίηση και μια ανασκευή. Η προβληματοποίηση αφορά στο –κατά το μάλλον ή ήττον συνεκτικό— γνωστικό πρίσμα μέσα από το οποίο αντιλαμβανόμαστε το αίτημα της δημοκρατικής εμβάθυνσης, της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» –μια εννοιολόγηση που έχει τις καταβολές της στο δυναμικό χώρο των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων. Όσο για την ανασκευή, αυτή αφορά στο αυτονόητο: επιχειρεί να προτείνει εναλλακτικές σε όλα όσα η προβληματοποίηση αναδεικνύει. Σημείο εκκίνησης αποτελούν τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Όπως γλαφυρά υποστήριξε ο πρόσφατα εκλιπών Peter Mair, βιώνουμε μια μαζική «δημοκρατική απίσχνανση», μια διαδικασία αποψίλωσης της δημοκρατικής λειτουργίας από ζωτικά χαρακτηριστικά της που –μεταξύ άλλων— περιλαμβάνει αποδυνάμωση και οργανωτική υποχώρηση των κομμάτων· αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ταυτόχρονα κυνισμό και διαφθορά.

Η επισήμανση της παθολογίας αναδεικνύει και την ανάγκη για λύσεις . Και στο σημείο αυτό αποκτά τη συνάφειά της η ριζοσπαστική δημοκρατία –ως  θεωρητικό εγχείρημα αλλά και ως πρακτική πολιτική αναζήτηση. Όμως τι ακριβώς θα πει ριζοσπαστική δημοκρατία;  Θέτοντας το ερώτημα έτσι ρητά μπορεί να φαντάζει υπερβολικό και ίσως επίπλαστο, είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό: αν δεν συζητήσουμε για το— τι είναι ριζοσπαστική δημοκρατία, δεν θα έχουμε και τρόπο να αξιολογήσουμε τα υποτιθέμενα βήματα προς την κατεύθυνσή της. Κι αν είναι έτσι, βέβαια, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος –με πράξεις ή παραλείψεις— να απομακρυνόμαστε αντί, όπως ίσως φανταζόμαστε, να την πλησιάζουμε.
Θεωρώντας τη ριζοσπαστική δημοκρατία ως το καταληκτικό στάδιο μιας διαδικασίας ευμενών θεσμικών μεταρρυθμίσεων ικανών να αντιμετωπίσουν τα υπάρχοντα δημοκρατικά ελλείμματα, το κείμενο υποστηρίζει ότι, παρά το έντονο ενδιαφέρον που έχει προκαλέσει, η έννοια χαρακτηρίζεται από ονοματολογικό πληθωρισμό, συνδυαστικά με υποτυπώδη διάρθρωση του συναφούς σημασιολογικού πεδίου: με ασάφεια στις σημασίες και ανεπάρκεια στις αντίστοιχες εμπειρικές αναφορές. Όλα αυτά, όμως , δεν σημαίνουν πως η ριζοσπαστική δημοκρατία αποτελεί εννοιολογική κενότητα. Κάθε άλλο: αποτελεί, αντίθετα, τμήμα και αγωγό ενός σχετικά συνεκτικού συνδρόμου αλληλουχιών, όσο και αν αυτές είναι θεωρητικά ανεπαρκείς και υποδηλωτικά δύσβατες. Το αποκαλώ υπερ-αναπαραστατικό/ουτοπικό και ο λόγος είναι ότι, από ένα δυνατό σύνολο χαρακτηριστικών γνωρισμάτων προκρίνει –και μάλιστα υποστασιοποιεί— εκείνα με τη λιγότερο συγκεκριμένη υποδήλωση. Ως αποτέλεσμα (α) αποδυναμώνεται η εμπειρική ισχύς και εφαρμοσιμότητα της έννοιας, και (β) περιορίζεται (αν δεν ματαιώνεται) η διερεύνηση εναλλακτικών. Καθώς το κείμενο περιλαμβάνει σύντομο «ιστορικό παράρτημα» που επιχειρεί πρώτον να ανιχνεύσω στιγμές ριζοσπαστικής δημοκρατίας από την εμπειρία του εργατικού κινήματος, και δεύτερον να προσεγγίσει το κομβικό ζήτημα των κινηματικών εκβάσεων, έχει σημασία να επισημανθεί (1) ότι το ουτοπικό πρίσμα έχει μια ιστορία πολύ μακρύτερη των σύγχρονων ενσαρκώσεών του, και (2) ότι στο παρελθόν οι αξιακές πλαισιώσεις, οι οργανωτικές πρακτικές και τα διεκδικητικά ρεπερτόρια που ενέπνευσε υπήρξαν γενικά ανεπιτυχή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσο-μακροπρόθεσμα (πρόκειται όμως μόνο παρά για προκαταρκτικά συμπεράσματα).
 Επιχειρώντας να οργανώσει τον τεράστιο ονοματολογικό πληθωρισμό που χαρακτηρίζει την έννοια «ριζοσπαστική δημοκρατία» το κείμενο υιοθετεί δυο προσεγγίσεις. Η πρώτη (ακόμη σε εξέλιξη) είναι λεξικογραφική και συνίσταται στην καταγραφή και επεξεργασία δηλωτικών ορισμών μιας σειράς συναφών όρων –με έμφαση στα γνωρίσματα που φαίνεται να  είναι κεντρικά ή αναγκαία.  Η σημασία αυτής της καταγραφής είναι εξαιρετικά μεγάλη, και γι’αυτό πιστεύω ότι πρέπει να συνεχιστεί. Τη μερίδα του λέοντος στο κείμενο καταλαμβάνει η δεύτερη προσέγγιση, μια προσπάθεια ομαδοποίησης των διάφορων προσδιορισμών (όρων και σημασιών) κατά μήκος των τριών βασικών πολικοτήτων.
Η  πρώτη εκτείνεται από την  Αντιπροσώπευση στη Συμμετοχή: Είναι προφανώς η πλέον περιεκτική και αναφέρεται στους γενικούς διακανονισμούς διοίκησης και οργανωτικής λειτουργίας. Σε διαφορετικές θέσεις κατά μήκος ενός συνεχούς (στο κείμενο υπάρχει σχετικό γράφημα), ενθέτω συναφείς προσδιοριστικές έννοιες: πληρεξούσια [delegative], δημοψηφισματική,  ηλεκτρονική ή e-δημοκρατία, σχήματα ανοιχτής διαβούλευσης , άμεση δημοκρατία κ.α. Η  δεύτερη διάσταση εκτείνεται από την Αρχή της Πλειοψηφίας μέχρι το Συναινετικό πρότυπομια πολικότητα που αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεων. Και εδώ προστίθενται ελεύθερα σημασιολογικά συναφείς έννοιες: εκλογική δημοκρατία, διαβουλευτική και διαλογική. Τέλος, το συνεχές Ιεραρχία Λειτουργική Ισοκρατία αναφέρεται στο πώς δομούνται οι αρχές (ή, γενικότερα, η  εξουσία), και πώς σχετίζονται με τους πολίτες ή –στις περιπτώσεις των διεκδικητικών οργανώσεων— τα μέλη. Οι συναφείς όροι είναι εδώ   δημοκρατία βάσης, περιεκτική δημοκρατία, δημοκρατία της κληρωτίδας. Η ριζοσπαστική δημοκρατία κατά κανόνα γίνεται αντιληπτή ως το σύνολο των σημασιών που καταλαμβάνουν το άκρο των συνεχών που διαμορφώνουν οι πόλοι Συμμετοχή-Συναίνεση-Λειτουργική Ισοκρατία. Είναι με την έννοια αυτή που προκύπτει το «υπερ-αναπαραστατικό/ουτοπικό γνωστικό πρίσμα. Το κείμενο πραγματεύεται στη συνέχεια κάθε μια από αυτές τις διαστάσεις.

(α) Αντιπροσώπευση-Συμμετοχή: Η συμμετοχή είναι βέβαια μια κολοσσιαία έννοια που εκτείνεται από την απλή συμμετοχή στη διαδικασία της ψηφοφορίας μέχρι και την πολιτικά εντατική αυτόνομη διακυβέρνηση της κλασικής Αθηναϊκής εκδοχής. Το κλειδί για να ποια ακριβώς σημασία επιδιώκεται στο πλαίσιο του ουτοπικού γνωστικού πλαισίου δίνεται από η θέση που ο όρος καταλαμβάνει στο συγκεκριμένο συνεχές –δηλαδή  ως αντίθεση της αντιπροσώπευσης. Συναφώς και η σχέση  που διέπει τα δυο: όπου όσο περισσότερη συμμετοχή, τόσο λιγότερη αντιπροσώπευση (και το αντίστροφο). Όμως η πρακτική αυτή έχει ένα αχρείαστα υψηλό τίμημα. Η προσέγγιση της συμμετοχής μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα θέτει τόσο ψηλά τον πήχη αναφορικά με το τι συνιστά αποδεκτή συμμετοχή, που απειλεί να την καταστήσει ανέφικτη. Επιπλέον, θεωρώντας ότι κάθε αντιπροσώπευση συνιστά στρέβλωση,  αδυνατεί να διακρίνει το σοβαρό (πρακτικές που πράγματι συνιστούν στρεβλώσεις)  από το επουσιώδες. Έτσι όμως (και κατά τρόπο άκρως ειρωνικό) οι σοβαρές στρεβλώσεις αντιπροσώπευσης στην πραγματικότητα διαφεύγουν από το στόχαστρο της κριτικής. Όμως η αντιπροσώπευση δεν συνεπάγεται και εν λευκώ εξουσιοδότηση με υποχρεωτική εκχώρηση δικαιωμάτων στον αντιπρόσωπο [η αντιπροσώπευση ως delegatio]. Είναι σαφώς δυνατόν να τεθούν όρια και προσδιοριστούν οι αρμοδιότητες του αντιπροσώπου χωρίς αυτό να σημαίνει και απόρριψη της αντιπροσώπευσης επί της αρχής.  Συναφώς χρειάζεται να μετριάσουμε τις προσδοκίες μας από την ηλεκτρονική «συμμετοχή», τα γενικόλογα σχήματα ανοιχτής διαβούλευσης που κατά καιρούς προτείνονται και άλλες «τεχνολογικά» ορμώμενες προτάσεις  --καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος του τεχνολογικού ντετερμινισμού. Επιπλέον: Ποιος κανονίζει την ατζέντα; -ένα ερώτημα με συνάφεια τόσο για τους θιασώτες της τεχνολογίας όσο και των δημοψηφισμάτων (: όσων υποστηρίζουν ότι οι τακτικές προσφυγές στη λαϊκή ετυμηγορία συνιστούν βήμα προς τη συμμετοχική δημοκρατία).Πρόκειται για ένα σύνθετο επιχείρημα, όμως η βασική ιδέα είναι ότι, ακόμη και με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα που βρίσκονται βέβαια στη διάθεση τόσο των διεκδικητών, όσο και των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τα Τι και τα Πώς των δημοψηφισμάτων προκύπτουν από διαδικασίες στο εσωτερικό δομημένων πολιτικών συστημάτων – σε καμιά περίπτωση δεν ανακύπτουν –ούτε βέβαια και αλλάζουν απλώς επαγωγικά— από κάτω προς τα πάνω. Κάτι που επίσης δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή μας είναι ότι τα δημοψηφίσματα αποτελούν διαδικασίες μηδενικού αθροίσματος: συστήματα ακραία πλειοψηφικά που, ως τέτοια, αποκλείουν τη μειοψηφούσα άποψη. Με την έννοια αυτή αντιβαίνουν προς τη γενική λογική του διαβουλευτικού διαλόγου. Το να σκεπτόμαστε λοιπόν τη συμμετοχική...ως ένα είδος άμεσης δημοκρατίας τείνει να τη βαρύνει με υπερβολικές απαιτήσεις που εκτός από μη εφικτές μπορούν κάποτε να καταστούν και ευθέως αντιπαραγωγικές. Υποστηρίζω αντίθετα πως για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μοχλός δημοκρατικής εμβάθυνσης (και ριζοσπαστικού οραματισμού) η συμμετοχική δημοκρατία  πρέπει να προσεγγίζεται διαφορετικά: ως ειδική κατηγορία αντιπροσωπευτικής –όπου η αντιπροσώπευση ρητά θα διαφοροποιείται από την delegatio, την εν λευκώ εξουσιοδότηση.

(β) Πλειοψηφία – Συναίνεση: Το να υπερθεματίζουμε για τι επιθυμητό πράγμα είναι η διαλογική διαβούλευση και πόσα πολλά αγαθά επέρχονται χάρη στους εν γένει συναινετικούς διακανονισμούς είναι τόσο σύνηθες που κινδυνεύει να μετατρέψει την όλη συζήτηση σε πολιτικά ορθή κοινοτοπία.
Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η διαβούλευση δεν είναι πράγματι αγαθό ή ότι δεν έχει σημασία –κάθε άλλο. Όμως το πρόβλημα βρίσκεται κατά τη γνώμη μου αλλού: συγκεκριμένα στο ότι διαβούλευση και συναίνεση γίνονται αντιληπτές ως έννοιες αντίθετες της πλειοψηφίας που –ως εκ τούτου— δεν είναι βέβαια δυνατόν και να συνυπάρχουν. Περαιτέρω συνεπαγωγή είναι η άποψη πως ειδοποιό γνώρισμα της διαλογικής διαβούλευσης είναι η απεριόριστη δυνατότητά της να γεφυρώνει διαφορές καθ’ οδόν προς την αποκρυστάλλωση έλλογων συνθέσεων. Όμως αυτό είναι προφανώς μια υπερβολική προσδοκία. Ανεξαρτήτως του πόσο εκτενής, μη καταναγκαστική ή χαμπερμασιανά «ορθολογική» η διαβούλευση, το ενδεχόμενο δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί –το ακριβώς αντίθετο, είναι εξαιρετικά πιθανό— ότι οι διαφωνίες μπορεί να παραμένουν αγεφύρωτες. Τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση; Η απάντηση είναι απλή: είτε το πολιτικό σύστημα (ή η κινηματική οργάνωση) παγώνουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, είτε επιστρέφουν σε κάποια μορφή πλειοψηφικού διακανονισμού. Εκλαμβάνοντας λοιπόν τη διαβούλευση ως αντίθεση της πλειοψηφικής αρχής δεν φαίνεται να προωθεί την υπόθεση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Παρότι η πλειοψηφία ασφαλώς και δεν αποτελεί ικανή συνθήκη δημοκρατικής επάρκειας, την ίδια ώρα είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε τη δημοκρατική λειτουργία χωρίς τουλάχιστον ένα βαθμό εφαρμογής της πλειοψηφικής αρχής. Όμως αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς η πραγματική πρόκληση έγκειται στην εξεύρεση τρόπων για το συνδυασμό των δυο. Αυτό δεν πρέπει να είναι τόσο δύσκολο όσο τείνει να παρουσιάζεται. Υποστηρίζω μάλιστα ότι η διαβούλευση και η πλειοψηφία όχι μόνο αντίθετες δεν είναι, αλλά μπορούν να θεωρούνται ως πρακτικές αμοιβαία ενισχυόμενες –όπου το γεγονός ότι η αρχή της πλειοψηφίας υφίσταται ως θεσμοθετημένη διέξοδος από ενδεχόμενα διαβουλευτικά αδιέξοδα απελευθερώνει διαλογικές δυνάμεις και ενέργεια κάνοντας έτσι την πιθανότητα εμφάνισης γνήσιας συναίνεσης πιο πιθανή.

(γ) Η διάσταση Ιεραρχία – Ισοκρατία ή, όπως εναλλακτικά έχει επίσης αποκληθεί, την Κάθετη απέναντι στην Οριζόντια οργανωτική αρχή, αφ εαυτού της εξαιρετικά κρίσιμη, περιλαμβάνει –και μπορεί να αναλυθεί σε μια σειρά από επιμέρους ειδικότερα θέματα. Το πρώτο αφορά τη φύση των πολιτικών δράσεων και των λειτουργιών των κινηματικών οργανώσεων. Αν οι οργανώσεις δεν είναι απλώς μέσα –ή εργαλεία— είναι εξίσου σαφές ότι δεν μπορούν να θεωρούνται και αυτοσκοποί. Και αν είναι έτσι τότε η ιεραρχική διάρθρωση δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθεί πλήρως. Μια άλλη όψη του θέματος αφορά τη λεγόμενη οργανωτική «περιεκτικότητα»  –νοούμενης ως βαθμού χαλαρής προσβασιμότητας των οργανώσεων σε μεγάλους αριθμούς πολιτών. Πρόκειται εκ πρώτης όψεως για εύλογο αίτημα, όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε μια σειρά αρνητικών παραδειγμάτων, όπως –χαρακτηριστικά— αυτό των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπου η άμβλυνση της διαφοράς μεταξύ μελών και απλών συμπαθούντων περισσότερο αποδυνάμωσε τους πρώτους παρά ενδυνάμωσε τους δεύτερους. Και βέβαια η πιο προφανής κριτική είναι ότι η υπονόμευση της οργανωτικής ιεραρχίας επηρεάζει αρνητικά και τη λογοδοσία, κάνοντας την εμφάνιση αδιόρατων (και –ως εκ τούτου— εξόχως ανεξέλεγκτων) μειοψηφιών ιδιαίτερα πιθανή. Συνεπάγεται πως η εξ ανάγκης μερική και ατελής ισοκρατία μπορεί να καταστεί προθάλαμος ενός εσωτερικού οργανωτικού καθεστώτος συγκαλυμμένης αυθαιρεσίας.
Συνοψίζοντας, υποστηρίζω ότι αυτός ο υπερ-αναπαραστατικός (και, με αυτή τη έννοια, αντι-πολιτικός) τρόπος θέασης των προβλημάτων καθηλώνει τη συζήτηση για τη ριζοσπαστική δημοκρατία σε ένα επίπεδο ανέξοδης νεφελοκοκκυγίας –με το τεράστιο όμως κόστος της παραμέλησης βασικών και αναγκαίων συστατικών που είναι απαραίτητα για μια ένα σοβαρό ριζοσπαστικό εγχείρημα.

Προκειμένου για ένα τέτοιο, ισχυρό ριζοσπαστικό εγχείρημα— η  τεράστια πλειοψηφία των παραπάνω εννοιών είναι απαραίτητες. Όμως προϋπόθεση ώστε το δυναμικό αυτό να υλοποιηθεί είναι (α) να εκριζωθούν από το ουτοπικό πλαίσιο και (β) να επαν-αρθρωθούν στο πλαίσιο ενός άλλου. Η ανάλυση που επιχειρείται βασίζεται στην παρατήρηση ότι αν και αναγκαία, η καθαρά διαδικαστική προσέγγιση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας που χαρακτηρίζει το υπερβατικό πλαίσιο είναι ανεπαρκής. Βασική πρόκληση της ριζοσπαστικής κριτικής είναι αντίθετα ο εμπλουτισμός της με στοιχεία περιεχομένου. Όπως έθεσε το ζήτημα ο David Held στο κλασικό του έργο περί Υποδειγμάτων Δημοκρατίας, κρίσιμο ερώτημα αναδεικνύεται εδώ  το «πόση δημοκρατία θα έχουμε…[με την έννοια του] πόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής και οικονομικής ζωής θα οργανώνεται δημοκρατικά...». Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζω ότι βασική προϋπόθεση  της ριζοσπαστικής, είναι η ουσιαστική δημοκρατία –που σημαίνει επέκταση της δημοκρατικής συνθήκης πρωτίστως στη σφαίρα της παραγωγής. Είναι μια άποψη παραμελημένη, όχι όμως και καινοφανής αφού την έχουν εισηγηθεί τόσο οι βασικοί θεωρητικοί της συμμετοχικής δημοκρατίας όπως η Carole Pateman (1970) και ο C. B. Macpherson (1973) όσο και νεοπλουραλιστές κριτικοί  όπως οι Bob Dahl (1985) και Charles Lindblom (1977). Προκειμένου να είναι αποτελεσματική, μια επέκταση αυτού του χαρακτήρα απαιτεί βεβαίως σημαντική θεσμική ανανέωση και ίσως καινοτομία.  Όμως αυτή ήδη υπάρχει εν σπέρματι στις τεχνικές που εξετάσαμε (σε διαδικασίες όπως τα δημοψηφίσματα, τα διαβουλευτικά φόρα, κ.τ.λ).  με την προϋπόθεση ότι τις επαναπροσεγγίζουμε μέσα από ένα νέο γνωστικό πλαίσιο. Αυτό το πλέγμα, και η ποιοτικά νέα έννοια της ριζοσπαστική δημοκρατία που προωθεί, δεν θα εξοστρακίζουν αλλά θα εμβαθύνουν τις αρχές της αντιπροσώπευσης, της πλειοψηφίας και της ιεραρχικής οργάνωσης. Αυτό απαιτεί τριών ειδών παρεμβάσεις, τρία βήματα.

Το πρώτο συνίσταται στη ρευστοποίηση των συνεχών του υπερβατικού καμβά: η συμμετοχή δεν αποτελεί αντίθεση της αντιπροσώπευσης, η διαβούλευση της πλειοψηφίας, κ.ο.κ. Συνέπεια αυτής της ρευστοποίησης είναι το δεύτερο βήμα,  που συνίσταται στην ελεύθερη επαναπρόσληψη διάσπαρτων εργαλείων δημοκρατικής εμβάθυνσης, αλλά με άλλο τρόπο και για άλλους σκοπούς. Συναφώς, η αυξημένη συμμετοχή είναι δυνατόν να συν-υπάρχει με αυξημένη αντιπροσώπευση· η διαλογική διαβούλευση με πλειοψηφία· τα ενεργά μέλη των οργανώσεων με την ιεραρχία κοκ. Το τρίτο βήμα, τέλος, συγκροτεί τη νέα κατανόηση σε συγκεκριμένο γνωστικό καμβά. Δεσπόζουν εδώ δυο στοιχεία: πρώτον ότι στρεβλώσεις και υπερβολές (όπως εν λευκώ εξουσιοδότηση και κυριολεκτικά άμεσες μορφές) αποκλείονται και, δεύτερον, ότι έχουμε τη ρητή σύνδεση, τη σύζευξη του νέου καμβά με αυτό που αποκάλεσα «ουσιαστική δημοκρατία»: δημοκρατία που περιλαμβάνει διαβούλευση σχετικά με τη διάθεση κοινωνικά παραγόμενου υπερπροϊόντος. Τονίζω επίσης την ειδική έμφαση που δίνεται στην αρχή της ανακλητότητας –εξαιρετικής σημασίας καθώς πρόκειται  για αρχή που δείχνει έμπρακτα πώς η αντιπροσώπευση δεν είναι υποχρεωτικό να ανατίθεται εν λευκώ, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί αυτή να συνδυαστεί με αυξημένη συμμετοχή.